Α. Σε τι χρησιμεύει το όριο;

Ο γονιός τρέφει αναμφισβήτητα μεγάλη αγάπη και τρυφερότητα για το παιδί του. Η ιδιότητα όμως του γονιού δεν τον απαλλάσσει από όλες τις άλλες ταυτότητές του, αυτήν που ορίζεται από το φύλο του, αυτήν του συζύγου, του εργαζόμενου και επαγγελματία, του πολίτη και της πολιτική του τοποθέτησης, του παιδιού των δικών του γονιών, του έθνους του, η σύνθεση όλων αυτών των ταυτοτήτων είναι μια πολύ σύνθετη και συνάμα τρομερά ενδιαφέρουσα διαδικασία.

Η ευθύνη, η αβεβαιότητα, το ζύγιασμα και η ισορροπία σε ένα τεντωμένο σχοινί μας οδηγούν στο συμπεριφέρεσθαι στην καθημερινότητά μας και ασφαλώς στην ανατροφή των παιδιών μας. Η διαδικασία της ανατροφής έχει και καλές, γλυκές στιγμές, έχει όμως και άχαρες, σκληρές στιγμές. Άμεσος στόχος να τεθούν οι κανόνες και οι αρχές που βοηθούν το παιδί στην κατανόηση του πεδίου και στην καλύτερη ένταξή του στο κοινωνικό του περιβάλλον, αυτό σημαίνει όριο.

Η ανατροφή λοιπόν έχει να κάνει με τριβές, με διαμάχες αλλά και με αρμονική συνύπαρξη, με συμφωνίες και αντιπαραθέσεις. Όπου υπάρχει τριβή, υπάρχει και θερμότητα και η σχέση γονέα-παιδιού είναι μια τρυφερή και ζεστή σχέση. Η τριβή της ανατροφής μάς βοηθά να ορίσουμε τις θέσεις μας, μάς βοηθά να κατακτήσουμε την κοινωνική μας ταυτότητα, μάς βοηθά εν τέλει να μεγαλώσουμε. Δεν πρόκειται για μια ανταγωνιστική διαδικασία που κάποιος από τα δύο μέρη αναγκαστικά πρέπει να χάσει. Τόσο ο γονιός όσο και το παιδί του έχουν να κερδίσουν από αυτή τη διαδικασία ανατροφής. Εδώ δε χωρούν αντιθέσεις, ανταγωνισμοί και επίδειξη γνώσεων, εδώ μιλάμε για κατανόηση της διαδικασίας του μεγαλώματος, για νοιάξιμο σχετικά με την αγωνία του παιδιού να μάθει, να νιώσει, να γευτεί, να κάνει λάθος και να ξαναπροσπαθήσει. Έτσι η ανατροφή μετατρέπεται σε μια κοινή πορεία γονιών-παιδιών αλληλοτροφοδοτούμενη που χαράζεται με κοινή δράση και προσπάθεια.

Η θέσπιση ορίων είναι μια διαδικασία που διαρκεί σε όλη μας τη ζωή, έτσι μαθαίνουμε τι είναι σωστό και τι είναι λάθος, τι μας ταιριάζει και τις μας απωθεί, τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται, τι μας κάνει αποδεκτούς και τι μας απομακρύνει από τους άλλους. Πρόκειται για μια διαδικασία που συνοδεύεται από λάθη – λάθη που μας χαρίζουν μοναδικές και ανεπανάληπτες εμπειρίες. Τα όρια χαράζουν τη διαφορά ανάμεσα στην προσέγγιση και την απομάκρυνση, στην εμπιστοσύνη και την αμφιβολία, στη γνώση και την άγνοια.

Τα παιδιά έχουν ανάγκη από όρια. Το όριο είναι αγάπη. Το όριο είναι φροντίδα. Το όριο είναι σημείο συνάντησης. Το όριο σημαίνει ταυτόχρονα ένωση και χωρισμός. Το όριο είναι εκεί που συναντιέμαι εγώ με τον άλλο, αλλά κι εκεί που χωρίζομαι από αυτόν. Το όριο είναι το σημείο επαφής. Το όριο προστατεύει. Το να θέτει κανείς όρια σημαίνει προσοχή και σεβασμό στην ανθρώπινη προσωπικότητα!

Τα όρια παρέχουν ασφάλεια. Η ανασφάλεια των παιδιών γεννιέται από την ασυνέπεια αλλά και τις αλλαγές κάθε τόσο των μεθόδων ανατροφής τους, από αυτό που ονομάζουμε διπλά μηνύματα. Τα παιδιά μπερδεύονται, δεν ξέρουν τι ισχύει και τι δεν ισχύει, τι τους ζητείται, τι επιτρέπεται και τι δεν επιτρέπεται, μέχρι που επιτρέπεται να προχωρήσουν και που οφείλουν να σταματούν. Τα διπλά μηνύματα προκαλούν σύγχυση, αποδυναμώνουν το γονιό και αφαιρούν το έδαφος εμπιστοσύνης και ασφάλειας από το παιδί. Ασφαλώς η θέσπιση των ορίων από την πλευρά των γονιών σημαίνει αυτόματα και την τήρηση πρώτιστα από τους ίδιους. Η θέσπιση των ορίων χωρίς την ταυτόχρονη τήρησή τους ισοδυναμεί με την απώλεια της αξιοπιστίας των γονιών.

Το να προσέχουμε και να σεβόμαστε τα όρια των παιδιών σημαίνει να καταφέρουμε να τους εξασφαλίσουμε συνθήκες δημιουργικής ανάπτυξης. Από την άλλη τα όρια δεν είναι απαγορευτικά από την εμπειρία και τη βίωση της πραγματικότητας, δείχνουν, φωτίζουν, καθοδηγούν. Τα όρια λειτουργούν σαν τον φάρο, μας προφυλλάσσουν από τις παγίδες και μας φωτίζουν το δρόμο προς την ανοιχτή θάλασσα.

Ωστόσο, ο καθορισμός των ορίων δεν σημαίνει υπερπροστασία και απομάκρυνση από την ελευθερία της εμπειρίας. Όποιος προσπαθήσει να προφυλάξει τα παιδιά από κακές εμπειρίες περιορίζοντας τα όριά τους, το μόνο που θα πετύχει, θα είναι να διαπλάσει έναν άβουλο, ευνουχισμένο και αδύναμο άνθρωπο.

Η έννοια του ορίου δεν πρέπει να επενδύεται αρνητικά και να συνδέεται αυτόματα με την τιμωρία, την αποθάρρυνση, την απαγόρευση, τον ηθικό περιορισμό και τη διαρκή άρνηση. Το όριο συνδέεται πολύ περισσότερο με την επιθυμία αναφοράς σε σταθερούς κανόνες, αξίες και πρακτικές συμβουλές. Θέτοντας όρια στηρίζουμε τα παιδιά μας, τα βοηθούμε να αυτονομηθούν και τους δείχνουμε πως ορίζεται το μονοπάτι της αποτελεσματικής προσαρμογής, που περιλαμβάνει τη γνώση των κοινωνικών κανόνων και το σεβασμό της ατομικότητας. Τα όρια είναι μέρος των θεμελίων πάνω στα οποία χτίζονται οι σχέσεις γονέων – παιδιών.

Στη διαδικασία ανατροφής συναντούμε διαρκώς τουλάχιστον δυο παιδιά: το παιδί μπροστά και δίπλα μας, αλλά και το παιδί μέσα μας. Και όσο εντονότερα ζει το παιδί μέσα μας, τόσο περισσότερο επιθυμεί να προφυλάξει το παιδί μπροστά μας από τον πόνο, τη λύπη και το φόβο που ίσως βιώσαμε οι ίδιοι ως παιδιά. Αλλά και τόσο περισσότερο συμβάλλουμε στη μετάδοση των φόβων και των ανασφαλειών του. Αν έχουμε βιώσει στα παιδικά μας χρόνια τη θέσπιση ορίων σαν μια διαδικασία αποδοκιμασίας, μείωσης και αμφισβήτησης, δεν έχουμε τώρα τη δύναμη να αναλάβουμε την πρωτοβουλία που απαιτείται για να θέσει όρια στα δικά μας παιδιά.

Όσο περισσότερο είναι σε θέση ο γονιός να αποδεχτεί απόλυτα και σε όλη της την έκταση τη δική του παιδική ηλικία – με ότι θετικό ή αρνητικό κουβαλάει, με στιγμές νοσταλγίας ή πόνου – τόσο πιο ικανό καθιστά το παιδί του να δεχτεί όλες τις όψεις της ζωής και να συμφιλιώνεται με τα όποια συναισθήματά του.


Β΄ Η έλλειψη ορίων

Όποιος δε θέτει όρια, μετατρέπεται από μόνος του σε έναν άνθρωπο ανίκανο να δράσει, υποχείριο των παιδιών, ενώ ταυτοχρόνως χάνει την προσοχή και το σεβασμό τους.

Η κατανόηση, η φροντίδα και η ενασχόληση με τα παιδιά δε σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι αποδεχόμαστε την υπέρβαση των ορίων.

Η παντελής έλλειψη κυριαρχίας στην παιδαγωγική διαδικασία επιφέρει σοβαρά προβλήματα, που συχνά μετατρέπονται σε ψυχικά τραύματα. Χωρίς όριο το μωρό αισθάνεται φόβο μπροστά στο χάος.

Τη στιγμή που οι γονείς και οι παιδαγωγοί πιστεύουν ότι η ελευθερία και η αυτονομία στη διαδικασία της ανατροφής δεν έχουν ανάγκη από όρια, αφήνουν τα παιδιά τους στο κενό, ακριβώς γιατί τα παιδιά έχουν ανάγκη από σταθερά και σαφή πρότυπα, βάσει των οποίων μπορούν να προσανατολιστούν, να προχωρήσουν και να συγκριθούν. Σε αυτό το κενό είναι πολλά τα παιδιά που νιώθουν να στερούνται την αγάπη αλλά και την προσοχή των μεγάλων που τόσο την χρειάζονται.

Η πλήρης απουσία ορίων, η εφαρμογή της θεωρίας της Επιτρεπτικότητας με βασικό παιδαγωγικό μοτίβο την ασύδοτη ελευθερία στο παιδί οδηγεί στη διαμόρφωση παιδιών με κάκιστη κοινωνική συμπεριφορά, που μπορεί να εκδηλωθεί στην οικογένεια, το σχολείο στο φιλικό περιβάλλον. Η τακτική αυτή οδηγεί στη διαμόρφωση παιδιών που απαιτούν να κάνουν πάντα το δικό τους αδιαφορώντας για τις απώλειες, τις ζημιές και τους τραυματισμούς που προκαλούν.

Η εφαρμογή αυτής της τακτικής αφήνει τα παιδιά μόνα τους, ανίκανα να συνάψουν κοινωνικές σχέσεις και επαφές. Πίσω από την απεριόριστη ελευθερία κρύβεται μια ανεπιθύμητη για το παιδί απομάκρυνση που του προκαλεί το φόβο της εγκατάλειψης, τον οποίο το παιδί δεν μπορεί να αντέξει. Η αντίδραση του παιδιού είναι συχνά η υπερκινητικότητα και η καταστροφική επιθετικότητα. Τα παιδιά χωρίς κανόνες νιώθουν σαν να μην έχουν έδαφος και νιώθουν ανίκανα να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις τις ζωής. Τα συναισθήματα που βιώνουν είναι μη ικανοποίηση – θυμός – έκρηξη. Χωρίς κανόνες τα παιδιά φορτίζονται συναισθηματικά και πνευματικά. Έτσι παραβλέπεται η ανάγκη του παιδιού για συναισθηματικό και κοινωνικό προσανατολισμό και η επιθυμία του για αυτονομία και διαφοροποίηση.

Η τακτική «όλα επιτρέπονται» στερεί από τα παιδιά την εμπιστοσύνη στον εαυτό τους. Ο θυμός του παιδιού φέρνει επιθετικότητα από μέρους του και ο ανεκτικός ενήλικας καταφεύγει σε παρορμητικές τιμωρίες που συνοδεύονται από ταυτόχρονη αύξηση της ανεκτικότητας, καθώς υπάρχουν ενοχές και ο φαύλος κύκλος ξεκινά.

Τα όρια εδώ δε στηρίζονται στον αλληλοσεβασμό αλλά στο δίκαιο του ισχυρότερου. Τα όρια μετατρέπονται σε τιμωρία, σε απόδειξη δύναμης, σε ανταγωνιστικές συμπεριφορές που στη συνέχεια μετατρέπονται σε εκδηλώσεις τρυφερότητας καθώς ο ενήλικας μετανοεί για τη συμπεριφορά του και ο φαύλος κύκλος παίρνει άλλη μια στροφή…

Το να ακούει κανείς τις επιθυμίες ενός παιδιού και να εκπληρώνει εκείνες που κρίνει ότι είναι δυνατόν να εκπληρωθούν είναι τελείως διαφορετικό πράγμα από το να εκπληρώνει οποιαδήποτε επιθυμία του παιδιού.

Τα καλομαθημένα, δίχως όρια παιδιά χάνουν τις ψυχοτονωτικές διαδικασίες, δε βιώνουν το δούναι – λαβείν σε συναισθηματικό και πνευματικό επίπεδο. Αποκομίζουν λιγότερες εμπειρίες, γίνονται ανασφαλή, κι έχουν λιγότερη αυτοπεποίθηση για τις δυνατότητές τους, προκειμένου να προχωρήσουν σε κάτι καινούργιο.


Γ΄ Η υπερβολή στη θέσπιση ορίων – Το όριο δεν είναι έλεγχος

Όριο δε σημαίνει ασφυκτικός περιορισμός. Όποιος περιορίζει τα παιδιά κάτω από την ομπρέλα της προστασίας, τα κάνει διστακτικά και τελικά τα στερεί από πολύτιμές εμπειρίες που αποκομίζουν μόνο από την αντιπαράθεση, την τριβή και την επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους και το χώρο.

Τα όρια δε στοχεύουν στην κυριαρχία αλλά στην υπόδειξη, στην προστασία και την προώθηση. Η απαγόρευση και η τιμωρία αλλοιώνουν τη θέληση και αποδυναμώνουν το σθένος του παιδιού.

Η υπερβολική τάση για κυριαρχία μπορεί να οδηγήσει σε μια διαρκώς αυξανόμενη αποστείρωση, σε μια εκκένωση αλλά και απώλεια νοήματος στη σχέση γονέων – παιδιών.

Συχνά ως γονείς παρασυρόμαστε από την εμπειρία μας ως παιδιά, από τα δικά μας προσωπικά και οικογενειακά βιώματα: στο πως ανατράφηκαν ως παιδιά, στα όρια που τους είχαν τεθεί, στις τιμωρίες που τους είχαν επιβληθεί, στην αποδοχή ή την απόρριψη που ένιωσαν, στην ικανοποίηση ή στη στέρηση των αναγκών τους που βίωσαν.

Οι τιμωρίες και οι συνεχείς απαγορεύσεις θέτουν όρια. Οι απαγορεύσεις οδηγούν σε μυστικά και ψέματα, καλύπτουν τις νέες εμπειρίες με δυσάρεστα συναισθήματα και τύψεις.

Οι τιμωρίες από την άλλη τα κάνουν να νιώθουν μικρά και να μη συνειδητοποιούν ότι αποτελούν αυτόνομες και σκεπτόμενες προσωπικότητες.

Οι τιμωρίες και οι απαγορεύσεις είναι προσανατολισμένες στις ανάγκες των γονιών, διαφυλάττουν το δικό τους πεδίο, καλύπτουν τη δική τους ανασφάλεια, είναι δείκτης έλλειψης κανόνων, συμφωνιών και συγκεκριμένης γραμμής πλεύσης.


Δ΄ Πως βάζουμε όρια

Είναι σημαντικό το όριο να μην είναι ανεμόμυλος αλλά και να μην είναι βράχος, χρειάζεται μια χρυσή ευελιξία που να βοηθά το παιδί να οριοθετείται, να δοκιμάζει, να αμφισβητεί και τελικά να αναπτύσσεται.

Το όριο χρειάζεται ευλυγισία και ελαστικότητα as little, as possible, as much, as necessary.

Η συμπεριφορά που ενέχει πίεση και υποχωρητικότητα, υπέρμετρη ανοχή και υπερβολική αυστηρότητα δίνει διπλά μηνύματα στα παιδιά, τα αποπροσανατολίζει και τα θέτει σε καθεστώς ανασφάλειας.

Αποφεύγουμε τα διπλά μηνύματα, πρέπει να εκπέμπουμε σιγουριά, αποφασιστικότητα, σταθερότητα και δύναμη η οποία διαφέρει κατά πολύ από την επιθετικότητα →τα παιδιά χρειάζονται ένα ασφαλές περιβάλλον που να μπορούν να εμπιστεύονται.

Η σταθερότητα δεν εκφράζεται με φωνές και απειλές, με φυσική ή ψυχική βία ούτε με κυριαρχία.

Η σταθερότητα εκφράζεται με ήρεμο και σαφή τόνο στη φωνή, με συγκεκριμένο προσδιορισμό θέσεων, με εσωτερική βεβαιότητα, με αμοιβαίο σεβασμό και προσοχή.

Όποιος θέτει όρια ρισκάρει να μην είναι πάντα αρεστός στα παιδιά, ρισκάρει να προκαλέσει την οργή, ακόμη και το θυμό τους.

Όποιος θέτει όρια πρέπει να αναλογίζεται και τις συνέπειες σε περίπτωση καταπάτησής τους. Αυτό μπορεί να είναι επίπονο και κουραστικό, μπορεί να απαιτεί δύναμη και συγκράτηση ταυτόχρονα, μπορεί να συνεπάγεται αντιπαραθέσεις.

Όποιος επιθυμεί να προβάλλει στα παιδιά του τα πρότυπα της ανεξαρτησίας και της αυτονομίας, πρέπει πρώτα ο ίδιος να είναι αυτόνομος και ανεξάρτητος, να έχει το σθένος να επιμένει στις πρωτοβουλίες του αλλά και το κουράγιο να αποδέχεται τις ατέλειές του.

Η θέσπιση των ορίων με το πνεύμα της αμοιβαίας δέσμευσης – για μικρούς και μεγάλους – στηρίζεται στο σεβασμό της σωματικής, ψυχικής και πνευματικής ταυτότητας του παιδιού. Η τήρηση των ορίων χρειάζεται αλληλοσεβασμό και αλληλοϋποστήριξη.

Όσο πιο μικρό είναι το παιδί τόσο πιο περιορισμένα πρέπει να είναι τα όρια όσο μεγαλώνει και αποκτά δεξιότητες τόσο πιο ελαστικά πρέπει να γίνονται. Η θέσπιση ορίων στα παιδιά είναι αποτελεσματική μόνο μέσω έργων. Οι ατελείωτες συζητήσεις κάνουν τα παιδιά κουφά. Οι επαναλαμβανόμενες τυπικές παρατηρήσεις καταντούν κουραστικές, χάνεται η προσοχή από το περιεχόμενο και επικεντρώνεται στον τρόπο και την επανάληψη, έτσι το παιδί να διαισθάνεται ασυνέπεια και χάνει το ενδιαφέρον και την εκτίμησή του.

Για παράδειγμα όταν τα παιδιά ξεπερνούν τα όρια στη χρήση απαγορευμένων λέξεων δεν ασχολούμαστε υπερβολικά με την λέξη που θέλουμε να σταματήσει το παιδί να χρησιμοποιεί, απαγορεύοντας την συνέχεια, αλλά εξηγούμε μια φορά γιατί δεν είναι καλό να χρησιμοποιείται και μετά την αφήνουμε να ξεχαστεί, σε διαφορετική περίπτωση, αυτή της υπερανάλυσης, την ενισχύουμε.


Ε΄ Η παραβίαση των ορίων

Παιχνίδι με τα όρια σημαίνει παιχνίδι με τις δυνατότητες, προσέγγιση των ορίων απόδοσης, απαιτήσεις για επιτυχία, προκειμένου να τονωθεί η αυτοπεποίθηση, να θεμελιωθεί η συναισθηματική βάση των ανθρώπινων σχέσεων, να δοκιμαστεί η εγκυρότητα των κανόνων και των αξιών που προβάλλονται από τους γονείς και τους δασκάλους.

Η υπέρβαση των ορίων αποτελεί δείκτη ψυχοσυναισθηματικής ανάπτυξης του παιδιού. Το παιδί έχει αποκτήσει εμπειρίες, τις οποίες έχει εμπεδώσει και είναι έτοιμο να εξερευνήσει ένα νέο άγνωστο έδαφος.

Η υπέρβαση ορίων ενδέχεται να σημαίνει ότι υπάρχει ανάγκη εφαρμογής ορίων και από τους γονείς. Όταν στους ενήλικες απουσιάζουν τα όρια τότε και τα παιδιά αμφισβητούν και τα δικά τους.

Η τάση των παιδιών να ξεπερνούν τα όρια δείχνει την τάση των παιδιών να δοκιμάσουν τη σταθερότητα των γονιών τους αλλά μπορεί να δείχνει ακόμη και ότι είναι απαραίτητος ο επαναπροσδιορισμός τους, μπορεί να είναι μήνυμα για επαναδιαπραγμάτευση και θέσπιση νέου κανόνα που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες των παιδιών και να διασφαλίζει έτσι την τήρησή του.

Πολλές επιθετικές ακόμη και καταστροφικές συμπεριφορές των παιδιών εκφράζουν την προσπάθειά τους να επιβιώσουν σε έναν κόσμο που βρίσκεται σε σύγχυση και αδυνατεί να προσφέρει προσανατολισμό.

Η παραβατική συμπεριφορά ενός ανήλικου συχνά είναι μια προσπάθεια κάτι να μας πει – συνήθως ασυνείδητα – . Μπορεί να θέλει να προσελκύσει την προσοχή, να μας δηλώσει ότι είναι θυμωμένο με κάτι που συμβαίνει στην οικογένεια, να δηλώσει τη μοναξιά και την αβεβαιότητα που αισθάνεται, να μιλήσει για την έλλειψη κανόνων και ορίων στη σχέση ανατροφής και χίλια δυο άλλα. Μπορεί τα όρια να είναι ασαφή και συγκεχυμένα, χωρίς να μπαίνει το προσωπικό στοιχείο, χωρίς να μπαίνει ο προσδιορισμός του χώρου και του χρόνου, χωρίς να επεξηγείται η αιτία ώστε να είναι κατανοητή για τα παιδιά.

Είναι σημαντικό η αιτία να μην κινείται στη σφαίρα του παραλόγου, γιατί έτσι, μπορεί να όρια να είναι υπερβολικά για την ηλικία και τις συνθήκες ανατροφής του παιδιού ή συνεπάγονται παράλογες και μη αναμενόμενες συνέπειες που τελικά προκαλούν φόβο στο παιδί. Ενδεχομένως οι ενήλικες που θέτουν αυτά τα όρια δεν τα εφαρμόζουν οι ίδιοι.

Τα παιδιά παίζουν με τα όρια, για να ελέγξουν τις δυνάμεις τους, να φλερτάρουν με τον κίνδυνο, να νιώσουν και να νικήσουν τους φόβους τους. Έτσι σε συμβολικό επίπεδο μαγεύονται από τους υπερφυσικούς ήρωες για να βγουν από τον κόσμο της πραγματικότητας και να αναμετρηθούν με την περιπέτεια: παλεύουν με μυστικές και κακόβουλες δυνάμεις, έρχονται αντιμέτωποι με ταμπού κι απαγορεύσεις για να επιστρέψουν αργότερα ώριμοι και δυνατοί.

Η αναμέτρηση και η αυτοεξέλιξη του ανθρώπου ολοκληρώνεται μόνο εάν βασίζεται στην επίγνωση και την εμπιστοσύνη των δυνάμεων και των ικανοτήτων του και στην πεποίθηση ότι μπορεί να ανακαλύψει σημεία αναφοράς και τους μαγικούς μηχανισμούς που θα του χαρίσουν ασφάλεια.

Τα παιδιά αρχίζουν να δοκιμάζουν τα όρια, μαζί με αυτά κι εμάς, για να μάθουν μέχρι που μπορούν να φτάσουν.

Είναι πολύ σημαντικό όταν ένα παιδί ξεπερνά το όριο να μην κρίνουμε το πρόσωπο αλλά την πράξη. Δεν είναι ο στόχος μας να νιώθει το παιδί μειονεκτικά και να πέσει η αυτοεκτίμησή του, στόχος μας είναι η αποφυγή της επανάληψης της συγκεκριμένης συμπεριφοράς.

Οι τιμωρίες συνεπάγονται ανταπόδοση και δηλώνουν κυριαρχία και έλεγχο, ξεκινούν έναν κυκεώνα ανταγωνισμού, αποσκοπούν στην αποδυνάμωση της θέλησης του παιδιού και στην άσκηση πίεσης. Μπορεί να επιφέρουν βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα, στο τέλος όμως επιτείνουν την αρνητική στάση και δημιουργούν συναισθήματα μειονεξίας.

Οι λογικές συνέπειες όμως μιας παράβασης ορίου ενισχύουν την αυτοπεποίθηση. Η λογική συνέπεια δεν εμπεριέχει απειλές, αποσκοπεί στο να μην υποκύπτουμε σε κάθε επιθυμία του παιδιού. Η γνώση των συνεπειών αναθέτει στο παιδί την ευθύνη των πράξεών του, αφήνοντάς το να επιλέξει εκείνο το δρόμο ή τον τρόπο.

Όταν παραβιάζονται τα όρια:

Είναι απαραίτητο να γίνει αναγνώριση και περιγραφή της παραβίασης με:

  • Επεξεργασία συνεπειών, αφού γίνει έλεγχος της εφαρμογής ή μη των συμφωνηθέντων κανόνων.
  • Εύρεση μιας λύσης κλειδί, η λύση πρέπει να είναι κατανοήσιμη από τα παιδιά, ως φυσικό αποτέλεσμα της παραβίασης. Π.χ. αν δε φας θα πεινάσεις κι όχι αν δε φας δε θα δεις τηλεόραση.
  • Αναζήτηση τρόπων αλλαγής των συμφωνηθέντων όταν βλέπουμε ότι η θέσπιση ορίων και οι συνέπειες δεν μπορούν να εφαρμοστούν. Χρειάζεται να είμαστε ευέλικτοι και έτοιμοι να προσαρμοστούμε στην ιδιαίτερη συνθήκη που διαμορφώνεται στη δική μας οικογένεια. Με άλλα λόγια πρέπει να είμαστε ικανοί να πραγματοποιήσουμε δημιουργική προσαρμογή, ώστε να επιτύχουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.
  • Στα παιδιά πρέπει να τονίζουμε αυτό που μπορούν να κάνουν κι όχι αυτό που δεν μπορούν. Είναι πολύ πιο ενθαρρυντικό για την ψυχολογία τους να τονίζουμε τις θετικές και δημιουργικές πτυχές της συμπεριφοράς τους παρά τις αρνητικές.
  • Σε περίπτωση παραβίασης των ορίων πρέπει να εφαρμόζονται οι φυσικές συνέπειες και να αποφεύγονται οι τιμωρίες.
  • Πρέπει πάντα να γίνεται ενημέρωση για την τήρηση των συμφωνιών.


ΣΤ΄ Η συμβιωτική σχέση μέσα στην οικογένεια

Όσο αναντικατάστατη είναι η συμβιωτική σχέση γονεών-παιδιών κυρίως με τη μητέρα, γιατί παρέχει φροντίδα, συναισθηματική ασφάλεια κι εμπιστοσύνη – το ίδιο απαραίτητο είναι στη συνέχεια να αποδεσμεύσουμε τα παιδιά κα να τα διευκολύνουμε να προχωρήσουν με δικά τους βήματα, μόλις μας δείξουν ότι είναι σε θέση να το κάνουν.

Αν και είναι σημαντικό και αναντικατάστατο να παρέχουμε στο παιδί συναισθηματική ασφάλεια και θαλπωρή, δεν θα πρέπει να το παρακάνουμε με την υπερφόρτωση αυτών των συναισθημάτων. Οι οικογένειες με αυτό το πρότυπο σχέσεων υποτιμούν την προσωπική ανάπτυξη και επιβάλλουν σχεδόν αποκλειστικά ένα θολό τοπίο: το εμείς. Το παιδί γίνεται εξαρτημένο, χάνει την αυτονομία του και δεν μπορεί να ωριμάσει και να δοκιμάσει νέες εμπειρίες που θα το οδηγήσουν στην ανεξαρτησία και τη δημιουργική προσαρμογή στις νέες καταστάσεις.

Το όριο δεν πρέπει να λειτουργεί ως άλλοθι για την άσκηση ελέγχου και κυριαρχίας. Δεν είμαστε φίλοι με τα παιδιά μας, είμαστε γονείς τους κι αυτό δεν αλλάζει. Η φιλία ενέχει αμοιβαιότητα και είναι καταστροφικό να γνωρίζει το παιδί μας για εμάς τα πάντα. Το να γνωρίζουμε εμείς για τα παιδιά μας τα πάντα τα ευνουχίζει, αποτελεί παραβίαση της ιδιωτικότητας, είναι άσκηση αυταρχικότητας και ελέγχου, αποτελεί διαστρέβλωση των ανθρώπινων σχέσεων.

Η χωρίς όρια προσφορά ενός ατόμου μέσα στην οικογένεια δεν συνιστά εκδήλωση σεβασμού – μάλλον δηλώνει ψυχική, σωματική και συναισθηματική εκμετάλλευσή του.

Τόσο τα παιδιά όσο και οι γονείς χρειάζονται τον προσωπικό χώρο και χρόνο που πρέπει να τηρείται με αλληλοσεβασμό των αναγκών και με επίγνωση των συνθηκών και της επαφής στο εδώ και τώρα.

Όλο και περισσότερα παιδιά στις μέρες μας μπαίνουν στο σύστημα του δικαιώματος της επιλογής, νιώθοντας ανίκανα ή υπερβολικά φορτισμένα να ασκήσουν φυσιολογικά αυτό το δικαίωμα, εξαιτίας έλλειψης κριτηρίων. Έτσι τα παιδιά χωρίς κανόνες νιώθουν φόρτιση όταν είναι υποχρεωμένα να λειτουργήσουν αυτόνομα.

Τα παιδιά χρειάζονται την υποστήριξη και την ενθάρρυνση των γονιών τους ώστε να γίνουν ικανά να συμμετέχουν ενεργά στην επίλυση καθημερινών προβλημάτων της οικογένειας. Για να διευκολύνουμε τα παιδιά στις επιλογές τους είναι σημαντικό να τους προσφέρουμε κάποια δικαιώματα επιλογής εντός ορίων.

Διαφορετικά τα παιδιά διστάζουν, νιώθουν μπροστά τους το χάος, αποθαρρύνονται και δεν τολμούν.

Είναι απαραίτητη η δημιουργία και τήρηση ενός ημερήσιου προγράμματος με σταθερές ώρες αναφοράς (αφύπνιση, πρωινό, δραστηριότητες εκτός σπιτιού, μεσημεριανό φαγητό, τελετουργικό βραδινού δείπνου και ύπνου – ώστε να δημιουργηθεί ένα συγκεκριμένο ωράριο και τα παιδιά να πατούν σε ένα συγκεκριμένο έδαφος, από το οποίο ενίοτε να μπορούν να παρεκκλίνουν.


Ζ΄ Τι να κάνουμε

Το ζητούμενο για τους γονείς και τους παιδαγωγούς δεν είναι η πιστή και τυφλή υπακοή στις παροτρύνσεις των ειδικών, αλλά η δημιουργική αφομοίωση και η ευέλικτη εφαρμογή των γνώσεων των ειδικών με σεβασμό πάντα στις ιδιαιτερότητες τόσο του κάθε παιδιού ξεχωριστά όσο και του πεδίου του (δηλ. του οικογενειακού, φιλικού και πολιτισμικού του περιβάλλοντος).

Η τυφλή υπακοή των απόψεων των ειδικών μπορεί να οδηγήσει σε μια απρόσωπη ανατροφή, σε μια σχέση ανατροφής στην οποία δε χωράει το συναίσθημα κι ο αυθορμητισμός, δεν επιτρέπονται τα σφάλματα ούτε και οι αποφάσεις κατά βούληση και κατά περίπτωση.

Δε χρειαζόμαστε εξαρτημένους αλλά εμπνευσμένους γονείς και παιδαγωγούς

Ο σύμβουλος ψυχικής υγείας μπορεί να στηρίξει τους γονείς και τους παιδαγωγούς στις πράξεις και τις σκέψεις τους, να καταρρίπτει παγιωμένες αντιλήψεις, να διαχειρίζεται μαζί τους τις νέες εμπειρίες, να θέτει ή να προκαλεί ερωτήματα και να επικεντρώνεται στα σημεία που τους προβληματίζουν. Με άλλα λόγια δεν υπαγορεύεται τι πρέπει να γίνει από τον ειδικό. Οι γονείς είναι αυτοί που ξέρουν καλύτερα πως να υιοθετήσουν τα πιο χρήσιμα λόγια που εισπράτουν από τους ειδικούς και να τα προσαρμόσουν στο δικό τους οικογενειακό περιβάλλον. Οι γονείς χρειάζεται αυτόνομα να τροποποιούν εκούσια τη συμπεριφορά και τους χειρισμούς τους.

Είναι σημαντικό πάντα να θυμόμαστε ότι δεν υπάρχει επάγγελμα γονιός,. Δεν είναι ανάγκη να υπερφορτώνουμε τον εαυτό μας με τεράστιο βάρος που αφορά στην διαπαιδαγώγηση των παιδιών.  Δεν πρόκειται για αγώνα πρωταθλητισμού. Τα λάθη είναι αναμενόμενα γιατί είμαστε απλώς άνθρωποι κι όχι υπεράνθρωποι. Τα λάθη πρέπει να τα αντιμετωπίζουμε ως δώρα για να μαθαίνουμε από αυτά και να τροποποιούμε τη συμπεριφορά μας. Δεν κάνει λάθη αυτός που δεν κάνει τίποτα και με το τίποτα δεν μεγαλώνουν υγιώς τα παιδιά.

Είναι εντάξει να κάνουμε λάθη, αρκεί να είμαστε σε εγρήγορση να τα παρατηρούμε και να αυτοβελτιωνόμαστε. Η αρχική παραδοχή έκανα λάθος είναι η χρυσή συνταγή για επανεξέταση της συμπεριφοράς στο μέλλον.


Βάσια Ιγνατίου Καραμανώλη

Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια Gestalt